- αγνωστικιστής
- ο филос, агностик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγνωστικιστής — ο [αγνωστικισμός] 1. αυτός που ασπάζεται τη θεωρία τού αγνωστικισμού 2. (με ευρύτερη έννοια) αυτός που διατηρεί μία συνεχή αμφιβολία για την ύπαρξη ή για τη δυνατότητα να γνωσθεί ένας θεός ή οποιαδήποτε έσχατη αρχή 3. αυτός που αναφέρεται στον… … Dictionary of Greek
αγνωστικιστής — ο αυτός που δέχεται τον αγνωστικισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγνοϊστής — ο ο αγνωστικιστής* … Dictionary of Greek
αγνωσιακός — ή, ό ο αγνωστικιστής* … Dictionary of Greek
αγνωστικιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη θεωρία τού αγνωστικισμού*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγνωστικιστής + παραγωγική κατάλ. ικός] … Dictionary of Greek
αγνωστικός — ο ο αγνωστικιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἄγνωστος + καταλ. ικός, πρβλ. αγγλ. agnostic] … Dictionary of Greek